- αναλύω
- (Α ἀναλύω)1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.)3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.)5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό στα στοιχεία τουνεοελλ.1. χωρίζω μια σύνθεση σε μικρότερες ενότητες, απλοποιώ, απλουστεύω2. καταστρέφω, αφανίζω3. μέσ. κινούμαι με δυσκολία λόγω σωματικής αδυναμίας4. παθ. παραλύω από σωματική ή ψυχική αιτίααρχ.-μσν.φεύγω από τη ζωή, πεθαίνωαρχ.1. λύνω, ξεδένω2. (για ύφασμα) ξεϋφαίνω, ξεπλέκω3. ελευθερώνω, απαλλάσσω4. ξεφεύγω, γλυτώνω5. ακυρώνω, καταργώ, αχρηστεύω6. (για λάθη) κάνω να λησμονηθεί, εξαλείφω, διαγράφω7. αποδίδω σε νεκρό τη χρήση τών ματιών και τής γλώσσας του8. (στην Ιατρ.) ηρεμώ, ξεκουράζομαι, χαλαρώνω9. λύνω κάποιο πρόβλημα, επιλύω10. λύνω το μάγια, ξεμαγεύω11. επανορθώνω12. απομακρύνομαι, αναχωρώ, φεύγω13. σηκώνω την άγκυρα, αποπλέω14. επανέρχομαι, επιστρέφω15. βάζα τέρμα σε κάτι, διακόπτω, καταπαύω.[ΕΤΥΜΟΛ. ανα-* + λύω.ΠΑΡ. ανάλυση (ις), αναλύτηςαρχ.ἀναλυτήρ, ἀνάλυτος μσν.-νεοελλ. αναλύσιμοςνεοελλ.ανάλυμα, αναλυμός, αναλυτής, αναλυτός].
Dictionary of Greek. 2013.